ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ Η ΣΤΥΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ;
Η στυτική δυσλειτουργία ορίζεται ως η αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης μια στύσης ικανής για την επίτευξη και την ολοκλήρωση της σεξουαλικής πράξης. Η δυσλειτουργία αυτή μπορεί να είναι μεμονωμένη, παροδική ή και συνεχής. Η στυτική δυσλειτουργία δεν είναι σπάνια. Περίπου 1 στους 10 άνδρες κάτω των 40 ετών αντιμετωπίζει προβλήματα στύσης. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται με την ηλικία, με αποτέλεσμα μετά τα 60, έως και το 40-80% των ανδρών πάσχουν από κάποιου βαθμού στυτική δυσλειτουργία.
Η στυτική δυσλειτουργία οφείλεται σε ψυχογενή και οργανικά αίτια. Κατά κύριο λόγο, η αιτιολογία της πάθησης σε νεότερες ηλικίες είναι ψυχογενής, ενώ τα αίτια είναι στην πλειονότητά τους οργανικά σε άνδρες άνω των 50 ετών. Αυτά αφορούν κυρίως σε καρδιολογικές και αγγειακές παθήσεις, σε μεταβολικές παθήσεις όπως η δυσλιπιδαιμία, ο σακχαρώδης διαβήτης, το μεταβολικό σύνδρομο και η παχυσαρκία, σε ορμονικά προβλήματα, σε νευρολογικές παθήσεις. Αντίστοιχα, πολλές φαρμακευτικές θεραπείες για τα προβλήματα αυτά, όπως και χειρουργικές παρεμβάσεις στην πύελο, μπορεί να προκαλέσουν στυτική δυσλειτουργία. Τέλος, συνήθειες όπως το αλκοόλ και το κάπνισμα αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας.





